ακτινοβολώ — και αχτινοβολώ ησα 1. εκπέμπω ακτίνες: Ο ήλιος ακτινοβολούσε στον ουρανό. 2. λάμπω από χαρά ή ευτυχία: Από τη χαρά το πρόσωπό του αχτινοβολούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινοβολώ — ( έω) (Α ἀκτινοβολῶ) εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φωτίζω νεοελλ. λάμπω από ευτυχία και χαρά αρχ. δέχομαι τις ακτίνες τού ήλιου, φωτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτινοβόλος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοβόλημα, ακτινοβόληση] … Dictionary of Greek
λαμπυρίζω — (AM λαμπυρίζω) [λαμπυρίς] 1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.) νεοελλ. 1. (γενικά) ακτινοβολώ 2. φωτίζω αρχ. φέγγω σταθερά … Dictionary of Greek
περιμαρμαίρω — Α ακτινοβολώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
προδιαλάμπω — Α λάμπω, ακτινοβολώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαλάμπω «λάμπω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
συναπαυγάζομαι — Α ακτινοβολώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαυγάζω «ακτινοβολώ, λάμπω»] … Dictionary of Greek
συναπολάμπω — Α εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
συνδιαλάμπω — Α λάμπω πέρα ώς πέρα, ακτινοβολώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαλάμπω «λάμπω πέρα ως πέρα, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
συνεκλάμπω — ΜΑ αστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
συνεξαστράπτω — Μ ακτινοβολώ μαζί («ἡ τῶν πραγμάτων λαμπρότης οὐ πάντως ποιεῑ ξυνεξαστράπτειν καὶ τὰ πράγματα», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαστράπτω «ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek